φαγωματιά

φαγωματιά
η
διάβρωμα, φθορά από διάβρωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαγωματιά — η, Ν φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση, φάγωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάγωμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. δαγκωματ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”